γελάσει

γελάσει
(παρακειμ.)
rigut

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γελάσει — γέλασις laughing fem nom/voc/acc dual (attic epic) γελάσεϊ , γέλασις laughing fem dat sg (epic) γέλασις laughing fem dat sg (attic ionic) γελάω laugh aor subj act 3rd sg (epic) γελάω laugh fut ind act 3rd sg γελάω laugh fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταγέλαστος — η, ο (Α ἀκαταγέλαστος, ον) [καταγέλαστος] αυτός που δεν έχουν γελάσει εις βάρος του ή που δεν μπορεί κανείς να γελάσει εις βάρος του …   Dictionary of Greek

  • αγέλαστος — Επώνυμο δύο αξιωματούχων του Βυζαντίου. 1. Γεώργιος (14ος αι.). Ένας από τους πέντε επιτρόπους (δεπουτάτους) της Χίου, που το 1346 αντιστάθηκαν γενναία στην επίθεση των Γενουατών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και να παραδώσουν το… …   Dictionary of Greek

  • αγαργάλιστος — και αγαργάλητος η, ο (Α ἀγαργάλιστος, ον) [γαργαλίζω] αυτός που δεν γαργαλήθηκε ή δεν επηρεάζεται από το γαργάλημα για να γελάσει αρχ. αυτός που δεν υποκύπτει στον πειρασμό, που δεν σκανδαλίζεται, ο ανεπηρέαστος …   Dictionary of Greek

  • βαυβώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύζυγος του Δυσαύλου, αδελφού του βασιλιά της Ελευσίνας Κελεού. Μητέρα του Τριπτόλεμου και κατά μία άλλη εκδοχή του γιου της Μετάνειρας και του Κελεού, Ευβούλου, της Πρωτονόης και της Νίσας. Η Β. με τον σύζυγό της φιλοξένησαν… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ξεκαρδίζω — 1. κάνω κάποιον να γελάσει πολύ («μάς ξεκάρδισε με τα ανέκδοτα του») 2. (το μέσ.) ξεκαρδίζομαι γελώ με την καρδιά μου, λιγώνομαι από τα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + καρδιά] …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… …   Dictionary of Greek

  • Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε …   Dictionary of Greek

  • απεριγέλαστος — η, ο επίρρ. α ακορόιδευτος: Στην αρχή νόμισε πως μπορούσε να γελάσει μαζί του, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι είχε να κάνει με άνθρωπο απεριγέλαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”